Πέμπτη, Μαΐου 31, 2007

Οι δημοσιογράφοι δεν αρκεί να βασίζονται σε δελτία τύπου αλλά υποχρεούνται σε ανεξάρτητη έρευνα



Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι οι δημοσιογράφοι, ακόμα κι όταν αναφέρονται σε πολιτικούς αρχηγούς, για θέματα της επίσημης αρμοδιότητάς τους, οφείλουν: να παραθέτουν την αντίθετη άποψη, να διασταυρώνουν τα στοιχεία που έχουν και να μην βασίζονται σε μια μόνο πηγή πληροφοριών, να προβαίνουν σε ανεξάρτητο έλεγχο όταν αναμεταδίδουν είδηση που μετέδωσε άλλος φορέας.





Σε αυτήν την απόφαση που δίχασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς εκδόθηκε με πλειοψηφία 4-3, καθίσταται σαφές ότι η παραβίαση βασικών δεοντολογικών κανόνων συνιστά έναν επιπρόσθετο λόγο για τον οποίο, ακόμα κι όταν κάποιος αναφέρεται σε πολιτικό αρχηγό, όταν μεταδίδει ανακριβείς πληροφορίες,χωρίς να παραθέτει την αντίθετη άποψη και χωρίς να έχει διεξάγει ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών, η πλάστιγγα γέρνει εναντίον του.





Η απόφαση έχει έναν σοβαρό αντίλογο, την μειοψηφία των 3 δικαστών (ανάμεσα στους οποίους και ο κ. Ροζάκης), η οποία πάντως δεν δίνει εξηγεί επαρκώς για το πως η παραβίαση των κανόνων δημοσιογραφικής επιμέλειας μπορεί να συγχωρεθεί.





Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, για πρώτη φορά στα ελληνικα, σε μετάφραση e-laweyer
πηγή αγγλικού κειμένου: www.echr.coe.int

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ STANDARD VERLAGSGESELLSCHAFT MBH (no. 2) ΚΑΤΑ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(ΑΙΤΗΣΗ ΝΟ. 37464/02)



ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2007-05-30


Στην υπόθεση Standard Verlagsgesellschaft mbH (no 2) κατά Αυστρίας,
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), συνεδριάζον ως σώμα με την ακόλουθη σύνθεση:

Κ. Κ.Λ.Ροζάκης, Πρόεδρος
Κος Λ.Λουκαϊδης,
Κος A. Kovler,Κα E. Steiner,Κος K. Hajiyev,
Κος D. Spielmann, δικαστές,και Κος S. Nielsen, Γραμματέας τμήματος,
Κατόπιν διάσκεψης την 1η Φεβρουαρίου 2007

Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, την οποία έλαβε αυθημερόν:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η υπόθεση εισήχθη με προσφυγή (Νο 3476/02) κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας, η οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες («Η Σύμβαση»), από την Standard Verlagsgesellschaft mbH, μία εταιρία περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στην Αυστρία («η προσφεύγουσα εταιρία»), στις 19 Ιουλίου 2002.
Η προσφεύγουσα εταιρία εκπροσωπήθηκε από την κ. M. Windhager, δικηγόρο με έδρα τη Βιέννη. Η Αυστριακή Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τον υπάλληλο, πρέσβη F. Trauttmansdorf, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Δικαίου του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών.
Η προσφεύγουσα εταιρία ισχυρίστηκε ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, που προβλέπεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
Με την απόφαση της 29 Ιουνίου 2006, το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή.
Ούτε η προσφεύγουσα εταιρία, ούτε η Κυβέρνηση προσκόμισαν περαιτέρω έγγραφες παρατηρήσεις (Κανόνας 59§1).

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Η προσφεύγουσα εταιρία είναι ιδιοκτήτρια της καθημερινής εφημερίδας «Der Standard”.

A. To υπόβαθρο της υπόθεσης

7. Η Περιφέρεια της Καρίνθια (Land Kärnten) είναι ο πλειοψηφών μέτοχος της Καρινθιακής Εταιρίας Ηλεκτρισμού (Kärntner Elektrizitäts-Aktiengesellschaft - “η KELAG”).
8. Στις 16 Ιουνίου 1999, η KELAG κάλεσε όλους τους μετόχους στη γενική συνέλευση της 9ης Ιουλίου 1999. Ένα θέμα της ημερήσιας διάταξης ήταν η απαλλαγή από τα καθήκοντα και η επανεκλογή του εποπτικού συμβουλίου της εταιρίας (Aufsichtsrat).
9. Για την σύσκεψη της Περιφερειακής Κυβέρνησης της Καρίνθια (Landesregierung), στις 6 Ιουλίου 1999, ο κ. Pfeifenberger, υπεύθυνος οικονομικών θεμάτων κατά την επίμαχη περίοδο, προετοίμασε μία πρόταση, καλώντας την Περιφερειακή Κυβέρνηση να ορίσει συγκεκριμένα πρόσωπα για το εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας.
10. Αυτή η πρόταση απεσύρθη πριν την σύσκεψη, καθώς, κατόπιν αίτησης του κ. Haider, Περιφερειακού Κυβερνήτη (Landeshauptmann) της Καρίνθια, είχε ληφθεί μια νομική γνωμοδότηση εκδοθείσα από τον ειδικό κ. Q. Σύμφωνα με αυτή τη γνωμοδότηση, η Περιφέρεια της Καρίνθια, δεν είχε δικαίωμα να ορίσει τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, καθώς τα μέλη έπρεπε να εκλεγούν. Ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας της Καρίνθια μπορούσε να προτείνει υποψήφιους και να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα στη γενική συνέλευση της KELAG, χωρίς προηγούμενη απόφαση από την Περιφερειακή Κυβέρνηση.
11. Ο κ. Haider είχε περαιτέρω ενημερώσει τον κ. Pfeifenberger ότι το Νομικό Τμήμα που ασχολείται με συνταγματικά θέματα στο Γραφείο Περιφερειακής Κυβέρνησης της Καρίνθια είχε αποδεχθεί αυτήν την θεώρηση. Ο κ. Haider ανέθεσε στο Νομικό Τμήμα τη σύνταξη μιας γνωμοδότησης. Αυτή η γνωμοδότηση, που εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου 1999 ανέφερε ότι η ερμηνεία της σχετικής διάταξης δεν οδηγούσε σε ένα αναμφίλεκτο αποτέλεσμα.
12. Εν τω μεταξύ, ο κ. Pfeifenberger, παρά τη διαμαρτυρία των σοσιαλιστών της Περιφερειακής Κυβέρνησης, εξουσιοδότησε τον κ. Haider να εκπροσωπήσει την Περιφέρεια της Καρίνθια στην γενική συνέλευση της KELAG. Ο κ. Haider, ακολούθως, εκπροσώπησε την Περιφέρεια της Καρίνθια στην προαναφερόμενη γενική συνέλευση στις 9 Ιουλίου 1999 και άσκησε το δικαίωμα ψήφου, χωρίς να έχει προηγουμένως ζητήσει απόφαση της Περιφερειακής Κυβέρνησης.
13. Στις 14 Ιουλίου 1999, κατόπιν αιτήσεως του Αυστριακού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος («το SPÖ), ο κ. S. Καθηγητής νομικής του Πανεπιστημίου του Graz εξέδωσε μια νέα γνωμοδότηση, επτά περίπου σελίδων, αναφορικά με το ζήτημα του «ορισμού μελών του εποπτικού συμβουλίου της KELAG από την Περιφερειακή Κυβέρνηση της Καρίνθια».
14. Αυτή η γνωμοδότηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εκλογή του εποπτικού συμβουλίου της KELAG από τον Περιφερειακό Κυβερνήτη, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Περιφερειακής Κυβέρνησης, δεν ήταν σύμφωνη με το ομοσπονδιακό συνταγματικό δίκαιο, το περιφερειακό συνταγματικό δίκαιο και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης. Η γνωμοδότηση, τέλος, ανέφερε την δυνατότητα υποβολής αίτησης καθαίρεσης των μελών της Περιφερειακής Κυβέρνησης ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου με πλειοψηφική ψήφο του Περιφερειακού Κοινοβουλίου (Landtag) σύμφωνα με το Άρθρο 142 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος (Bundes-Verfassungsgesetz) για παραβίαση νόμου από πρόθεση. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε περίπτωση αίτησης καθαίρεσης συνίσταται είτε στην αθώωση του υπεύθυνου, είτε στην διαπίστωση περιστατικού, το οποίο οδηγεί σε απόλυση του προσώπου από την θέση του. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε περίπτωση ήσσονος παράβασης, εφόσον διαγνωσθεί παραβίαση νόμου, δεν έχει τη δυνατότητα να περιορίσει την απόφασή του, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση καθαίρεσης θα έπρεπε να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 142§2 (δ), το οποίο δεν προβλέπει τέτοια εναλλακτική.

Β. Το επίμαχο άρθρο

15. Στις 16 Ιουλίου 1999 η προσφεύγουσα εταιρία δημοσίευσε ένα άρθρο στο πρωτοσέλιδό της «Der Standard», το οποίο είχε ως ακολούθως:

«Ο Haider παραβίασε το Σύνταγμα

Σύμφωνα με μια γνωμοδότηση που ανατέθηκε από το SPÖ στο Πανεπιστήμιο Graz, o Περιφερειακός Κυβερνήτης Jörg Haider διέπραξε «παράβαση νόμου», διορίζοντας το εποπτικό συμβούλιο της KELAG. Η εφαρμογή του Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης από αυτόν είναι «αυθαίρετη, παράνομη και αντισυνταγματική». Το ÖVP [Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα] παρ’ όλ’ αυτά δεν θέλει να υποστηρίξει αίτηση καθαίρεσης. Καλεί τον Haider να αναθεωρήσει τις αποφάσεις του KELAG αναφορικά με το προσωπικό, που το FPÖ [Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας] απορρίπτει κατηγορηματικά: «αρνούμαστε τον εκβιασμό».»

16. Το άρθρο συνεχίζει στην σελίδα 8, υπό τον ίδιο τίτλο, με τον υπότιτλο «Η γνωμοδότηση καθηγητή του Graz καταλογίζει στον Περιφερειακό Κυβερνήτη για σκόπιμη παραπλάνηση». Ανέφερε τα εξής:

«Ο Κυβερνήτης της Περιφέρειας της Καρίνθια, Jörg Haider, ενεργώντας μόνος κατά το διορισμό των μελών του εποπτικού συμβουλίου της KELAG διέπραξε πρόδηλα παράβαση των νόμων και του Συντάγματος. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο A.S. [πλήρες όνομα], καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Graz, στην γνωμοδότηση του για συνταγματικά ζητήματα που τέθηκαν από το SPÖ της Καρίνθια. Ο Haider, ενεργώντας αυθαίρετα, παρέκαμψε τον Κώδικα Διαδικασίας της Κυβέρνησης της Καρίνθια και γι’ αυτό έχει παραβιάσει το νόμο και το Σύνταγμα. Η γνωμοδότηση αναφέρει ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι ο Haider έχει ‘σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και αγνόησε το Περιφερειακό Σύνταγμα και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης’. Σύμφωνα με την γνωμοδότηση, υπάρχει η δυνατότητα να εκκινήσουν διαδικασίες καθαίρεσης κατά του Haider. Αν το Συνταγματικό Δικαστήριο καταδικάσει τον Haider, θα του επιβληθεί απαλλαγή από τα καθήκοντα του. Ο ηγέτης του SPÖ Helmut Manzenreiter έχει απευθύνει τελεσίγραφο στον κ. Haider: ή το εποπτικό συμβούλιο θα διοριστεί εξ αρχής από την Περιφερειακή Κυβέρνηση ως σύνολο ή θα πρέπει να γίνει μια τριμερής συμφωνία για την μετατροπή της Kelag σε εταιρία χαρτοφυλακίου. Διαφορετικά, το SPÖ θα κινήσει τις διαδικασίες για την καθαίρεση του κ. Haider πριν τις εθνικές εκλογές. Ο κ. Manzenreiter επίσης κάλεσε το ÖVP να μην “καλύψει” την παρανομία του κ. Haider. Στο Περιφερειακό Κοινοβούλιο το FPÖ αντέδρασε σφοδρά στην έκθεση. Ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του FPÖ, Martin Strutz, δήλωσε ότι πρέπει να ζητηθεί μία δεύτερη γνωμοδότηση. Ο ίδιος ο κ. Haider δεν μπόρεσε να κρύψει την αναστάτωσή του. Χαλάρωσε μόνο όταν ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ÖVP, Klaus Wutte, ξεκαθάρισε ότι το ÖVP δεν θα υποστηρίξει την καθαίρεσή του. Αν και το ÖVP σκοπεύει να αναμείνει τα ευρήματα μιας «ανεξάρτητης» γνωμοδότησης, ο κ. Wutte γνωστοποίησε την στρατηγική του κόμματος: “Όχι τιμωρία αλλά επανόρθωση της παρανομίας του Haider”. Με αυτόν τον τρόπο, έκανε χαλάστρα στο συνάδελφό του Georg Wurmitzer και ταυτόχρονα επιβεβαίωσε την άποψη ότι υπάρχει ένας «σιωπηρός συνασπισμός» μεταξύ του ÖVP και του FPÖ.»

17. Το άρθρο συνοδευόταν από ένα ακόμη κείμενο σε ένα μικρό κουτί, με τον τίτλο «[Το] Σύνταγμα είναι πάνω από το εταιρικό δίκαιο» (Verfassung steht über Aktienrecht). Αυτό το κείμενο εξηγούσε ότι ο κ. Pfeifenberger είχε ετοιμάσει μια κυβερνητική πράξη (Regierungsakt) την οποία ο κ. Heider είχε, εντούτοις αναπέμψει ως «εσφαλμένη». Η γνωμοδότηση ανέφερε ότι αυτή η συμπεριφορά αποτελούσε σκόπιμη παρατυπία από την Περιφερειακή Κυβέρνηση. Το άρθρο ανέφερε περαιτέρω ότι ο ειδικός A.S. δεν αποδεχόταν την αναφορά του κ. Haider στο εταιρικό δίκαιο.

Γ. Διαδικασίες σύμφωνα με τον Νόμο για τα Μ.Μ.Ε.

18. Στις 29 Ιουλίου 1999 ο κ. Haider κίνησε διαδικασίες για κατάσχεση του άρθρου και δημοσίευση της απόφασης κατά το κεφάλαιο 33 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. (Mediengesetz) ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου St. Pölten.
19. Στις 12 Δεκεμβρίου 2000, το Περιφερειακό Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο άρθρο, αναφέροντας ότι ο κ. Haider παραπλάνησε σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και ενέργησε κατά παράβαση του Κώδικα Διαδικασίας της Καρινθιακής Κυβέρνησης και του Περιφερειακού Συντάγματος, πληρούσε τα στοιχεία του αδικήματος της δυσφήμησης (üble Nachrede), σύμφωνα με το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch). Γι΄ αυτό, διέταξε την προσφεύγουσα εταιρία να αφαιρέσει τους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς στις επόμενες εκδόσεις και να δημοσιεύσει την απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 33 και 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. Περαιτέρω, διέταξε την προσφεύγουσα εταιρία να καταβάλει τα έξοδα του νομικού παραστάτη του κ. Haider.
20. Στη δίκη, το δικαστήριο άκουσε τον παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας, τον κ. Haider και τον κ. Pfeifenberger. Aπέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας εταιρίας για εξέταση όλων των άλλων μελών της Περιφερειακής Κυβέρνησης, ως άσχετο με την προκείμενη διαδικασία.
21. Το δικαστήριο θεώρησε τις δηλώσεις ότι ο κ. Haider είχε παραβιάσει το Σύνταγμα, είχε παραπλανήσει σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και είχε ενεργήσει παράνομα ως ισχυρισμούς πραγματικών περιστατικών, για τα οποία η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε παραθέσει επαρκή στοιχεία. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη ένδειξη ότι ο κ. Haider είχε παραπλανήσει σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση, γεγονός που από μόνο του ήταν επαρκής λόγος για να διαταχθεί η κατάσχεση του άρθρου. Το αν ο κ. Haider παραβίασε ή όχι το Σύνταγμα είναι ένα θέμα που έπρεπε να είχε διαγνωσθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο με απόφασή του.
22. Η προσφεύγουσα εταιρία εφεσίβαλε την απόφαση. Πρόβαλε, μεταξύ άλλων, ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί ήταν αξιολογικές κρίσεις, βασιζόμενες σε γεγονότα που επικυρώνονταν από την γνωμοδότηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Graz και συνέβαλαν στην συζήτηση για ένα ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος.
23. Στις 3 Δεκεμβρίου 2001, το Εφετείο της Βιέννης (Oberlandesgericht), λαμβάνοντας υπόψη ως αποδεικτικό μέσο την γνωμοδότηση του κ. S, απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας. Παρατήρησε ότι η γνωμοδότηση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μία παραδεκτή νομική αξιολόγηση αδιαμφισβητήτων πραγματικών περιστατικών. Το επίμαχο άρθρο, όμως, δεν αναπαρήγαγε απλώς την γνωμοδότηση, αλλά την χρησιμοποίησε για μια αυτοτελή επίθεση στην υπόληψη του κ. Haider. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο δεν είχε παρουσιάσει την γνωμοδότηση στο κειμενικό περιβάλλον της (context), δηλαδή στο πλαίσιο μιας νομικής διαφοράς, αλλά την παρουσίασε ως μια αμετάκλητη ετυμηγορία κατά του κ. Haider. To δικαστήριο αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στο κείμενο των τίτλων του άρθρου. Περαιτέρω παρατήρησε ότι το άρθρο δεν είχε δημοσιεύσει κάποιο σχόλιο του κ. Haider και δεν είχε επισημάνει την ύπαρξη της γνωμοδότησης που εξέδωσε ο έτερος ειδικός Q. Περαιτέρω, το άρθρο περιελάμβανε ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν θεμελιώνονταν στην γνωμοδότηση, δηλαδή ότι ο κ. Haider είχε σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και την αναφορά σε δυνατότητα αίτησης καθαίρεσης ενός μέλους της Περιφερειακής Κυβέρνησης που, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας του Περιφερειακού Κοινοβουλίου, είχε σκόπιμα παραβιάσει το νόμο. Το δικαστήριο τελικά παρατήρησε ότι η διάταξη του Περιφερειακού Δικαστηρίου να διαγραφούν οι αμφισβητούμενοι ισχυρισμοί δεν υποκαθιστούσε αλλά συμπλήρωνε την διάταξη για ανάκληση των σχετικών θεμάτων. Αυτή η απόφαση επιδόθηκε στον νομικό παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας την 21η Ιανουαρίου 2002.

Δ. Διαδικασίες σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα

24. Στις 4 Δεκεμβρίου 2001, ο κ. Haider υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 1330 του Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch) κατά της προσφεύγουσας εταιρίας.
25. Στις 19 Ιουνίου 2002, το Εμποροδικείο της Βιέννης (Handelsgericht), αναφερόμενο στις αποφάσεις των δικαστηρίων επί των διαδικασιών σύμφωνα με τον Νόμο περί Μ.Μ.Ε., όρισε ασφαλιστικά μέτρα και διέταξε την προσφεύγουσα να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς ότι ο κ. Haider, διορίζοντας τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, παραπλάνησε σκόπιμα την Περιφερειακή Κυβέρνηση και παραβίασε τον κώδικα διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης και το Περιφερειακό Σύνταγμα. Διέταξε, επίσης, την προσφεύγουσα εταιρία να καταβάλει τα έξοδα για τον νομικό παραστάτη του κ. Haider.
26. To δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρίας ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πλημμέλειες του άρθρου, αφού το άρθρο είχε συνταχθεί από έναν δημοσιογράφο χωρίς νομική παιδεία. Ο δημοσιογράφος είχε βασιστεί σε δελτία τύπου που δημοσιοποιήθηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τα οποία συνόψιζαν εσφαλμένα την γνωμοδότηση. Το δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε συμμορφωθεί με τις δημοσιογραφικές της υποχρεώσεις επιμέλειας, καθώς δεν συμβουλεύθηκε την διαθέσιμη γνωμοδότηση.
27. Στις 20 Νοεμβρίου 2002, το Εφετείο της Βιέννης (Oberlandesgericht) απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας εταιρίας. Η απόφαση επιδόθηκε στον νομικό παραστάτη της προσφεύγουσας εταιρίας στις 4 Δεκεμβρίου 2002.

ΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

28. Η παράγραφος 6 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. προβλέπει αυστηρή ευθύνη του εκδότη σε περιπτώσεις δυσφήμησης. Το θύμα μπορεί έτσι να αξιώσει απαιτήσεις από αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο, η «δυσφήμηση» ορίζεται από την παράγραφο 111 του Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch), ως εξής:


«1. Όποιος, κατά τρόπο αντιληπτό σε τρίτο πρόσωπο, αποδίδει σε άλλον περιφρονητικές ιδιότητες ή αντιλήψεις ή τον κατηγορεί για συμπεριφορά αντίθετη στην τιμή ή την ηθική, προσβάλλοντάς τον ή άλλως υποβαθμίζοντας την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μηνών ή πρόστιμο …
2. Όποιος διαπράττει αυτό το αδίκημα σε έντυπο έγγραφο, με εκπομπή ή με άλλο τρόπο έτσι ώστε η δυσφήμιση να διαδοθεί σε ευρεία κλίμακα του κοινού, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους ή πρόστιμο.
3. Το πρόσωπο που προβαίνει στον ισχυρισμό δεν τιμωρείται εάν αποδειχθεί ότι ο ισχυρισμός είναι αληθής. Στην περίπτωση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 προσβολής, δεν τιμωρείται, επίσης, αν συντρέχουν περιστάσεις που του εμπέδωσαν την πεποίθηση ότι ο ισχυρισμός ήταν αληθής.»

29. Το άρθρο 33§2 του Νόμου περί ΜΜΕ προβλέπει τα εξής:

«Η κατάσχεση διατάσσεται με ειδική διαδικασία ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάθε άλλου προσώπου που νομιμοποιείται, αν μια δημοσίευση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πληροί την αντικειμενική υπόσταση ενός ποινικού αδικήματος και αν η δίωξη ενός συγκεκριμένου προσώπου δεν μπορεί να διασφαλιστεί ή αν η καταδίκη αυτού του προσώπου είναι αδύνατη για λόγους που αποκλείουν τον κολασμού, δεν έχει ζητηθεί ή μια τέτοια αίτηση έχει απορριφθεί. Αν δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή σε περίπτωση που ο δράστης έχει αποδείξει την αλήθεια, η υπεράσπιση της αλήθειας είναι επίσης διαθέσιμη στον ιδιοκτήτη (εκδότη) του εν λόγω μέσου ενημέρωσης, εφόσον το συμφέρει …».

30. Η παράγραφος 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. προβλέπει την δημοσίευση απόφασης (Urteilsveröffentlichung). Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μια ποινική απόφαση που αφορά αδίκημα των Μ.Μ.Ε. πρέπει να διατάσσει, εφόσον ζητείται από την πολιτική αγωγή, την δημοσίευση των τμημάτων της απόφασης που είναι αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού για το αδίκημα και την καταδίκη. Αιτήσει της πολιτικής αγωγής, η δημοσίευση απόφασης πρέπει να διατάσσεται σε ειδική διαδικασία, εφόσον οι ισχυρισμοί πληρούν την αντικειμενική υπόσταση της δυσφήμησης από Μ.Μ.Ε. και η δίωξη συγκεκριμένου ατόμου δεν είναι δυνατή.
31. Η παράγραφος 1330 του Αστικού Κώδικα (Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch) ορίζει ως εξής:

«1. Όποιος υφίσταται περιουσιακή ή ηθική ζημία λόγω δυσφήμησης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση.
2. Το ίδιο ισχύει και αν κάποιος διαδίδει περιστατικά τα οποία προσβάλλουν την τιμή, την υπόληψη και τον βιοπορισμό άλλου προσώπου, η αναλήθεια των οποίων ήταν ή έπρεπε να είναι γνωστή σ’ αυτόν. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει επίσης δικαίωμα ανάκλησης και σχετικής δημοσίευσης…»

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ι. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

3. Η προσφεύγουσα εταιρία παραπονείται ότι οι αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων παραβίασαν το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Σύμβασης, το οποίο έχει ως εξής:


1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίας εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθεί εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

4. Η Κυβέρνηση αμφισβητεί αυτό το παράπονο. Ενώ αποδέχθηκε ότι τα παραπάνω μέτρα συνιστούν παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας εταιρίας κατ’ άρθρο 10§1 της Σύμβασης, ισχυρίζεται πάντως ότι αυτή η παρέμβαση προβλέπεται από νόμο, αποσκοπεί στο νόμιμο σκοπό της αποτελεσματικής προστασίας της υπόληψης ή δικαιωμάτων τρίτων και ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του σκοπού αυτού. Η Κυβέρνηση αναφέρεται στα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων τα οποία θεωρεί σχετικά και επαρκή. Η Κυβέρνηση εκθέτει, συγκεκριμένα, ότι, ενώ η ίδια η γνωμοδότηση αποτελεί αξιολογική κρίση, το επίδικο άρθρο δεν αναφερόταν σε αυτό το θέμα ως νομική διαφορά, αλλά θεμελίωσε επί της γνωμοδότησης μια αμετάκλητη ετυμηγορία κατά του Καρίνθιου Κυβερνήτη. Έτσι, το άρθρο δεν ανέφερε την ύπαρξη της αντίθετης γνωμοδότησης. Επιπρόσθετα, αναφορικά με την διαστρέβλωση της γνωμοδότησης, η προσφεύγουσα εταιρία δεν απέδειξε ότι είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της για διασφάλιση της δημοσιογραφικής επιμέλειας, καθώς βασίστηκε σε ένα δελτίο τύπου του πολιτικού κόμματος του οποίου οι θέσεις ήταν γνωστό ότι συχνά ήταν αντίθετες σε αυτές του Καρίνθιου Κυβερνήτη, χωρίς να ελέγξει την αλήθεια πίσω από αυτούς τους ισχυρισμούς. Η Κυβέρνηση τελικά ισχυρίστηκε ότι η παρέμβαση ήταν επίσης σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς τα αυστριακά δικαστήρια απλώς διέταξαν την προσφεύγουσα εταιρία να απαλείψει τις αμφισβητούμενες παραγράφους στις υπόλοιπες εκδόσεις της “Der Standard” που επρόκειτο να διατεθούν σε κυκλοφορία και να δημοσιεύσει την απόφαση.
5. Η προσφεύγουσα εταιρία αντέκρουσε αυτά τα επιχειρήματα. Προβάλλει ότι το επίδικο άρθρο συνέβαλε σε ένα διάλογο δημόσιου ενδιαφέροντος, ο οποίος, υπό το φως των διαρκών αντιθέσεων του κ. Haider με το Σύνταγμα και τους αντιπροσώπους του, ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Το άρθρο περιλάμβανε ακριβείς πραγματικούς ισχυρισμούς και επιπλέον βασιζόταν σε αξιολογικές κρίσεις, δηλαδή ισχυρισμούς που αφορούν τον νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων του κ. Haider. To άρθρο αντανακλούσε ορθά τα βασικά συμπεράσματα της γνωμοδότησης που συνιστά μια επιτρεπτή νομική αξιολόγηση των πράξεων του κ. Haider. Tα εθνικά δικαστήρια εσφαλμένα θεώρησαν ότι το ζήτημα εάν υφίσταται προσβολή του Συντάγματος εμπίπτει στην αποκλειστική αποφασιστική αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεν θεώρησαν ότι αυτό το νομικό ζήτημα τελικά παρέμεινε αμφισβητούμενο. Η κρίση των εθνικών δικαστηρίων και του Κυβερνήτη ότι το άρθρο συνιστούσε μια ανεξάρτητη επίθεση στην τιμή του κ. Haider δεν ήταν ακριβής, καθώς το άρθρο λάμβανε υπόψη τις θέσεις του κ. Haider. Το άρθρο αναφερόταν ρητά στην ανακοίνωση αντίθετων γνωμοδοτήσεων από πολιτικούς του FPÖ και του ÖVP. Η προσφεύγουσα εταιρία τελικά ισχυρίστηκε ότι συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της δημοσιογραφικής επιμέλειας, καθώς το άρθρο είχε βασιστεί και στο δελτίο τύπου και στην γνωμοδότηση. Όταν ο τύπος μεταδίδει ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, πρέπει να μπορεί να βασίζεται σε επίσημες αναφορές χωρίς να υποχρεούται να διεξάγει ανεξάρτητη έρευνα. Επί του παρόντος υπήρχαν επαρκείς λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι αμφισβητούμενοι ισχυρισμοί είναι ακριβείς.
6. Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα οι αποφάσεις των αυστριακών δικαστηρίων παρενέβησαν στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας στην ελευθερία έκφρασης, κατά το άρθρο 10 της Σύμβασης. Η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, δηλαδή τις παραγράφους 33 και 34 του Νόμου περί Μ.Μ.Ε., σε συνδυασμό με την παράγραφο 111 του Ποινικού Κώδικα και το άρθρο 1330 του Αστικού Κώδικα, αντίστοιχα και αποσκοπεί στο νόμιμο σκοπό της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων.
7. Τα επιχειρήματα των μερών εστιάζουν στην αναγκαιότητα της παρέμβασης. Αναφορικά με τις γενικές αρχές της ελευθερίας του τύπου, στο πλαίσιο της πολιτικής κριτικής και το ζήτημα της αξιολόγησης της αναγκαιότητας μιας παρέμβασης σε αυτήν την ελευθερία, το Δικαστήριο αναφέρεται στην περίληψη της πάγιας νομολογίας του στις υποθέσεις Feldek (Feldek κατά Σλοβακίας, no. 29032/95, §§ 72-74, ECHR 2001‑VIII με περαιτέρω παραπομπές) και Scharsach και News Verlagsgesellschaft κατά Αυστρίας (no. 39394/98, § 30, ECHR 2003‑XI).
8. Σύμφωνα με τη νομολογία του, το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και επαρκής» και αν η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει του νόμιμου σκοπού. Σε αυτή του την κρίση, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη το πεδίο εκτίμησης των εθνικών δικαστηρίων.
9. Στρεφόμενο στα στοιχεία που έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρουσιάζει ιδιαίτερη σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την διάκριση ανάμεσα σε ισχυρισμούς γεγονότων και αξιολογικές κρίσεις. Ενώ η ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών μπορεί να αποδειχθεί, η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν υπόκειται σε απόδειξη (βλ. λ.χ., Feldek, ό.π., §§ 75-76; Jerusalem κατά Αυστρίας, no. 26958/95, § 43, ECHR 2001‑II; De Haes and Gijsels κατά Βελγίου, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1997, Reports of Judgments and Decisions 1997‑I, p. 236, § 47; Oberschlick κατά Αυστρίας (no. 2), απόφαση 1ης Ιανουαρίου 1997, Εκθέσεις 1997‑IV, p. 1276, § 33). Το Δικαστήριο σημειώνει περαιτέρω ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης δεν κατοχυρώνει μία πλήρως απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ακόμη και κατά την δημοσιογραφική κάλυψη ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος. Με την αναφορά σε «καθήκοντα και υποχρεώσεις» κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η εγγύηση που προβλέπει το Άρθρο 10 για τους δημοσιογράφους σε σχέση με την μετάδοση θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος τελεί υπό την επιφύλαξη ότι ενεργούν με καλή πίστη προκειμένου να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία. Περαιτέρω, απαιτούνται ειδικοί λόγοι για την απαλλαγή των Μ.Μ.Ε. από την πάγια υποχρέωσή τους να πιστοποιούν πραγματικά περιστατικά που είναι δυσφημιστικά για ιδιώτες. Εάν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, εξαρτάται συγκεκριμένα από την φύση και το βαθμό της εκάστοτε δυσφήμησης και την έκταση στην οποία τα Μ.Μ.Ε. μπορούν εύλογα να θεωρούν τις πηγές τους ως αξιόπιστες για τους ισχυρισμούς (βλ. ως μια πρόσφατη αρχή Pedersen and Baadsgaard v. Denmark [GC], no. 49017/99, § 78, ECHR 2004‑..., με περαιτέρω παραπομπές).
10. Στην προκειμένη υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια, όταν σταθμίζουν συγκρουόμενα συμφέροντα, λ.χ. αφενός το δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρίας στην ελευθερία της έκφρασης και αφετέρου το δικαίωμα του κ. Haider για την προστασία της υπόληψης, έκριναν υπέρ του κ. Haider. Ανέφεραν ότι η προσφεύγουσα εταιρία είχε χρησιμοποιήσει την γνωμοδότηση του κ. S επί των ενεργειών του κ. Haider για δικούς της σκοπούς, δηλαδή για μια ανεξάρτητη επίθεση στην υπόληψη του τελευταίου. Αναφέρθηκαν σχετικώς, πρώτον, στο κείμενο των τίτλων των άρθρων και στο γεγονός ότι το άρθρο δεν περιείχε κάποιο σχόλιο του κ. Haider και δεν είχε αναφέρει την άλλη, πιο θετική γνωμοδότηση. Περαιτέρω, παρατήρησαν ότι το άρθρο περιλάμβανε ισχυρισμούς που δεν θεμελιώνονταν στην γνωμοδότηση.
11. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το επίμαχο άρθρο σχετίζεται με την συμπεριφορά του κ. Haider, ενός πολιτικού ηγέτη, στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, ενός εν μέρει δημοσίας ιδιοκτησίας οργανιμσού. Καθώς αυτό το θέμα είναι αξιόλογου δημόσιου και πολιτικού ενδιαφέροντος, απαιτείται ιδιαίτερη περίσκεψη του Δικαστηρίου σε περιπτώσεις που, όπως η παρούσα, τα μέτρα που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές είναι ικανά να αποθαρρύνουν τη συμμετοχή μιας καθημερινής εφημερίδας σε μια τέτοια αντιπαράθεση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο περαιτέρω υπενθυμίζει ότι η ελευθεροτυπία αποτελεί ένα δημόσιο μέσο αποκάλυψης και διαμόρφωσης γνώμης για τις ιδέες και συμπεριφορές των πολιτικών ηγετών και περιλαμβάνει την δυνατότητα υπερβολής, ακόμη και πρόκλησης. Γι’ αυτό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επιχείρημα ότι το ρεπορτάζ της προσφεύγουσας εταιρίας ήταν μονόπλευρο και αποσπασματικό, αφού δεν έχει τοποθετηθεί στο κατάλληλο κειμενικό περιβάλλον (context) άσχετο για να δικαιολογηθεί περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας. Εντούτοις, τα εσωτερικά δικαστήρια υπογράμμισαν περαιτέρω, ότι το άρθρο αναπαρήγαγε εσφαλμένα την γνωμοδότηση.
12. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά μ’ αυτό ότι το άρθρο παρέθετε την γνωμοδότηση κατ’ επανάληψη ωσάν να ανέφερε ότι εξαπάτησε με πρόθεση την Περιφερειακή Κυβέρνηση. Αναφέρθηκε σε αυτήν την πληροφορία στον τίτλο του άρθρου («Γνωμοδότηση του καθηγητή του Graz αποδίδει στον Περιφερειακό Κυβερνήτη σκόπιμη παραπλάνηση»), στο κείμενο του άρθρου («… η γνωμοδότηση αναφέρει ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι ο Haider έχει ‘σκόπιμα παραπλανήσει την Περιφερειακή Κυβέρνηση και αγνόησε το Περιφερειακό Σύνταγμα και τον Κώδικα Διαδικασίας της Περιφερειακής Κυβέρνησης») και σε ένα μικρό κουτί συνημμένο στο άρθρο. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επίμαχη γνωμοδότηση δεν περιέχει κανένα τέτοιο ισχυρισμό και, έτσι, επικυρώνει τις κρίσεις των εσωτερικών δικαστηρίων ότι οι παραπάνω περικοπές ήταν δυσφημιστικές, καθώς περιλάμβαναν ανακριβείς ισχυρισμούς γεγονότων. Το Δικαστήριο θεωρεί περαιτέρω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί, βάσει των οποίων ο κ. Haider ενέργησε παράνομα μολονότι το γνώριζε, συνιστούν σοβαρές κατηγορίες εναντίον του.
13. Η προσφεύγουσα εταιρία προβάλλει ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πλημμέλειες του άρθρου, καθώς μπορούσε εύλογα να βασιστεί σε ένα δελτίο τύπου που συντάχθηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο συνόψιζε εσφαλμένα την γνωμοδότηση. Σχετικά μ’ αυτό, επικαλείται την κρίση του Δικαστηρίου σε προηγούμενη υπόθεση, κατά την οποία ο τύπος δικαιούται κανονικά, όταν συμβάλλει σε ένα δημόσιο διάλογο για θέματα νομιμότητας, να βασίζεται σε περιεχόμενα επίσημων εκθέσεων, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε ανεξάρτητο έλεγχο. (Βλέπε Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no. 21980/93, § 68, ECHR 1999‑III). Το Δικαστήριο, όπως και οι εθνικές αρχές, δεν έχει πεισθεί από αυτό το επιχείρημα. Αμφισβητεί σοβαρά αν οι ισχυρισμοί των πολιτικών αντιπάλων του κ. Haider μπορούν να συγκριθούν με την επίσημη έκθεση που συνετάγη από έναν ειδικό διορισμένο από την Κυβέρνηση στην υπόθεση Bladet Tromsø. Περαιτέρω, αντίθετα με εκείνη την υπόθεση, η προσφεύγουσα εταιρία στην υπό κρίση υπόθεση δεν αναφέρθηκε στην υποκείμενη προβαλλόμενη ως ανακριβή πηγή, δηλαδή στο δελτίο τύπου, αλλά παρέθετε ρητά την γνωμοδότηση. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτή η περίπου επτασέλιδη γνωμοδότηση ήταν διαθέσιμη στην προσφεύγουσα εταιρία. Έχοντας υπόψη την σοβαρότητα των κατηγοριών εναντίον του κ. Haider, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα εταιρία θα έπρεπε να είχε συμβουλευθεί την ίδια τη γνωμοδότηση προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση της δημοσιογραφικής επιμέλειας, παρά να βασιστεί στο δελτίο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, χωρίς καμία περαιτέρω έρευνα.
14. Έχοντας υπόψη αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και κατάλληλη». Θεωρώντας, περαιτέρω, ότι δεν επιβλήθηκαν ποινές στην προσφεύγουσα εταιρία, αλλά ότι τα δικαστήρια διέταξαν, σε ένα σύνολο διαδικασιών, την κατάσχεση των υπόλοιπων τευχών της σχετικής έκδοσης της “Der Standard” και την δημοσίευση της απόφασης και, σε ένα άλλο σύνολο διαδικασιών, την ανάκληση των αναληθών ισχυρισμών γεγονότων και άλλων δηλώσεων στο ενδιάμεσο πλαίσιο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση ήταν, επίσης, σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Αυτά τα μέτρα δεν απέτρεψαν την προσφεύγουσα εταιρία από το να συζητήσει το προκείμενο θέμα με άλλο τρόπο.
15. Συνολικά, η παρέμβαση που καταγγέλλεται μπορεί να θεωρηθεί «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων άλλων ατόμων. Ακολούθως, δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης.

Συντάχθηκε στα αγγλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 22 Φεβρουαρίου 2007, σύμφωνα με τον Κανόνα 77§§2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Søren Nielsen Χρήστος Ροζάκης Γραμματέας Πρόεδρος

Σύμφωνα με το άρθρο 45§2 της Σύμβασης και του Κανόνα 74§2 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η κοινή μειοψηφούσα άποψη των κ. Ροζάκη, κ. Vajić και του κ. Spielmann επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.


ΚΟΙΝΗ ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΡΟΖΑΚΗ, VAJIĆ ΚΑΙ SPIELMANN.

Λυπούμαστε που δεν μπορούμε να συμμεριστούμε το συμπέρασμα της πλειοψηφίας ότι δεν έχει υπάρξει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης. Σύμφωνα με την παραδοσιακή νομολογία του Δικαστηρίου, το πεδίο εφαρμογής του Άρθρο 10§2 της Σύμβασης περί περιορισμών στον πολιτικό λόγο ή στην αντιπαράθεση σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος είναι περιορισμένο (βλ. Sürek κατά Τουρκίας (no. 1) [GC], no. 26682/95, § 61, ECHR 1999-IV). Περαιτέρω, τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα όταν αφορούν έναν πολιτικό από ό,τι όταν αφορούν έναν ιδιώτη. Αναντίστοιχα με τον τελευταίο, ο πρώτος θέτει αναπόφευκτα και ενσυνείδητα τον εαυτό του σε ανοικτή και στενή κριτική για το λόγο και τις πράξεις του από τους δημοσιογράφους και το ευρύ κοινό και πρέπει ακολούθως να επιδεικνύει μεγαλύτερο βαθμό ανοχής (βλ. Lingens κατά Αυστρίας, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1986, Συλλογή A no. 103, p. 26, § 42, και Incal κατά Τουρκίας, απόφαση της 9ης Ιουνίου 1998, Εκθέσεις 1998-IV, p. 1567, § 54).
2. Στην υπό κρίση περίπτωση το επίμαχο άρθρο ασχολείται με τη συμπεριφορά του κ. Haider, ενός πολιτικού ηγέτη, στο φόντο της επανεκλογής του εποπτικού συμβουλίου της KELAG, ενός οργανισμού εν μέρει δημόσιας ιδιοκτησίας. Το άρθρο έτσι αφορούσε σαφώς την πολιτική αντιπαράθεση σε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, σε μια περιοχή στην οποία, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει, οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
3. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν είχε απλώς αναπαραγάγει την γνωμοδότηση, αλλά την χρησιμοποίησε για ίδιους σκοπούς, δηλαδή μια ανεξάρτητη επίθεση στην υπόληψη του κ. Haider. Ανέφεραν σχετικά, πρώτα ότι το κείμενο των τίτλων του άρθρου και το γεγονός ότι στο άρθρο δεν ήταν δημοσιευμένο κάποιο σχόλιο από τον κ. Haider και ότι δεν είχε αναφερθεί μία άλλη, πιο θετική γνωμοδότηση. Περαιτέρω, παρατήρησαν ότι το άρθρο περιλάμβανε ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν θεμελιώνονταν από την γνωμοδότηση.
4. Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που περιγράφονται στις παραγράφους 39 – 41 της απόφασης, η πλειοψηφία κρίνει ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων ήταν «σχετική και επαρκής», ότι δεν επιβλήθηκαν ποινές στην προσφεύγουσα εταιρία, αλλά αντίθετα, σε ένα σύνολο διαδικασιών, τα δικαστήρια διέταξαν την κατάσχεση των εναπομεινάντων τευχών της επίμαχης έκδοσης της «Der Standard” και τη δημοσίευση της απόφασης και, σε ένα άλλο σύνολο διαδικασιών, την ανάκληση των αναληθών ισχυρισμών πραγματικών περιστατικών και άλλων δηλώσεων που έγιναν στο άμεσο κειμενικό περιβάλλον. Με αυτή την βάση, η πλειοψηφία θεωρεί ότι η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και ότι αυτά τα μέτρα δεν απέτρεψαν την προσφεύγουσα εταιρία από τη συζήτηση του προκειμένου ζητήματος με άλλο τρόπο (παράγραφος 42 της απόφασης).
Ακολούθως, η πλειοψηφία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση που προβάλλεται θα μπορούσε να θεωρηθεί «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων (παράγραφος 43 της απόφασης).
5. Δεν έχουμε πεισθεί από αυτήν την αιτιολογία. Επιπρόσθετα, το άρθρο παρουσιάστηκε με ένα αποσπασματικό και μονομερή τρόπο, παραλείποντας λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είχαν παρουσιάσει την συμπεριφορά του κ. Haider πιο θετικά. Εντούτοις, θα πρέπει να επαναληφθεί ότι η δημοσιογραφική ελευθερία περιλαμβάνει επίσης την δυνατότητα για χρήση ενός βαθμού υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης (βλ. μεταξύ αρκετών άλλων, Prager και Oberschlick κατά Αυστρίας , απόφαση της 26ης Απριλίου 1995, Συλλογή A no. 313, p. 19, § 38). Σε αυτό το πλαίσιο, περαιτέρω θεωρούμε ότι τα έντυπα άρθρα διαμορφώνονται κανονικά βάσει πολιτικών πεποιθήσεων και δεν θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των εκτενών επιστημονικών μελετών. Αντίθετα προς αυτό το υπόβαθρο, ο ισχυρισμός του άρθρου ότι η αίτηση για καθαίρεση του κ. Haider ήταν πιθανή, φαίνεται να είναι εντός των ορίων της αποδεκτής ερμηνείας της γνωμοδότησης που είχε περιλάβει αυτήν την δυνατότητα στην περίληψή της.
6. Σημειώνουμε, μάλιστα, ότι ο ισχυρισμός του άρθρου ότι ο κ. Haider είχε δράσει με δόλο δεν θεμελιωνόταν στην γνωμοδότηση. Εντούτοις, ο ισχυρισμός βασιζόταν σε ένα ανακριβές δελτίο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Γι’ αυτό είμαστε της γνώμης ότι η προσφεύγουσα εταιρία είχε το δικαίωμα να βασιστεί στο περιεχόμενο αυτού του δελτίου (βλ. mutatis mutandis, Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no. 21980/93, § 68, ECHR 1999‑III). Σημειώνουμε σχετικά ότι το δελτίο τύπου αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα μέσα ενημέρωσης. Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε παραγγείλει την γνωμοδότηση και γι’ αυτό φαίνεται φυσιολογικό να παρουσιάσει το συγκεκριμένο κόμμα την περίληψή της στο κοινό. Σημειώνουμε, εν τέλει, ότι η παρανόηση του περιεχομένου της γνωμοδότησης από την προσφεύγουσα εταιρία θα μπορούσε εύκολα να διορθωθεί αν ο κ. Haider είχε ζητήσει από την προσφεύγουσα εταιρία να δημοσιεύσει μια αντίθετη δήλωση. Δεν έχουμε πεισθεί ότι σε μια περίπτωση όπως αυτή, η άμεση προσφυγή του Νόμου περί Μ.Μ.Ε. και τις αστικές διαδικασίες κατά των δημοσιογράφων συγκροτούν μια σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας αντίδραση. Αντιθέτως, οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυση διαφοράς, όπως η δημοσίευση αντίθετης δήλωσης, θα μπορούσαν τουλάχιστον να είναι το πρώτο βήμα σε μια υπόθεση όπως αυτή.
7. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν από τα Αυστριακά δικαστήρια δεν ήταν συμβατά με τις αρχές που περιέχονται στο Άρθρο 10 και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατέληξαν σε «σχετικές και επαρκείς» δικαιολογίες για να δικαιολογήσουν την προκειμένη παρέμβαση. Δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10§2 της Σύμβασης περί περιορισμών του διαλόγου σε ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος είναι στενό, θεωρούμε ότι τα εθνικά δικαστήρια υπερέβησαν το στενό πεδίο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα Κράτη Μέλη και ότι η παρέμβαση ήταν αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, έτσι, δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
8. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι η περιορισμένη φύση της παρέμβασης, δηλαδή η διαταγή για κατάσχεση, η δημοσίευση της απόφασης και η διάταξη για ανάκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών του άρθρου είναι αποφασιστική . αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι τα εσωτερικά δικαστήρια περιόρισαν την ελευθερία της έκφρασης, βασιζόμενα σε λόγους που δεν μπορούν αν κριθούν επαρκείς και σχετικοί ενόψει του δημόσιου διαλόγου που έλαβε χώρα. Έτσι, υπερέβησαν αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί «αναγκαίος» περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας.
9. Συμπερασματικά, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.


1 σχόλιο:

Διαγόρας ο Μήλιος είπε...

Συγχαρητήρια, εξαιρετική δουλειά.

Μία τόση δα μικρούλα διορθωσούλα:

"η οποία πάντως δεν δίνει εξηγεί επαρκώς για το πως η παραβίαση..."

διάβαζε:

"η οποία πάντως δεν δίνει επαρκείς εξηγήσεις για το πως η παραβίαση..."

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...