Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

H εκλογή των νέων μελών της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Γράφτηκε ήδη και υπονοήθηκε από πολλές πλευρές ότι τα νέα μέλη της Αρχής θα είναι ανώδυνα, αχυράνθρωποι, εγκάθετοι της κυβέρνησης. Είναι βάσιμη άραγε, αυτή η «βεβαιότητα» ή υπάρχουν θεσμικές δικλείδες που μπορούν να περιορίσουν σχετικές ανησυχίες;


Η διαδικασία για την ανάδειξη την μελών της Αρχής διέπεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, ενώ ουσιαστικές διατάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνονται στην κοινή νομοθεσία. Σύμφωνα με τον Ν.2472/1997 πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος δικαστικός, τακτικά μέλη 3 πανεπιστημιακοί καθηγητές και 3 πρόσωπα «κύρους και εμπειρίας στον τομέα της προστασίας προσωπικών δεδομένων» και αναπληρωματικοί άλλοι 6 με τις ίδιες ιδιότητες, ενώ κατά τον Ν.3051/2002, όλα τα μέλη πρέπει να είναι «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας» στον τομέα αυτόν.

Ας δούμε ποιος έχει αποφασιστικό λόγο για τον προσδιορισμό και την εκλογή των νέων μελών και αν διασφαλίζεται θεσμικά και πρακτικά ότι οι εκλεγόμενοι δεν θα είναι απλώς εκτελεστικά όργανα της κεντρικής εξουσίας.

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές επιλέγονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της (άρθρο 101Α§2 εδ. γ΄ του Συντάγματος).


Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι ένα διακομματικό συλλογικό όργανο που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό της Βουλής του 1987 και αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Βουλής των Ελλήνων, από τους διατελέσαντες Προέδρους της Βουλής εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές, από τους Προέδρους των Διαρκών Επιτροπών, από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, από τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και από έναν εκπρόσωπο των ανεξαρτήτων βουλευτών (εφόσον οι τελευταίοι είναι τουλάχιστον πέντε).

Στη Διάσκεψη, η κυβερνητική παράταξη αριθμεί 13 μέλη, η αξιωματική αντιπολίτευση 3 μέλη, το ΚΚΕ 2 μέλη, και ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και ο ΛΑΟΣ από 1 μέλος.

Αυτό σημαίνει ότι η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 που απαιτείται από το Σύνταγμα για την επιλογή των μελών της ΑΠΔΠΧ ανέρχεται σε αριθμό 16 ψήφων, συνεπώς μόνη η Ν.Δ. αδυνατεί να επιλέξει, χωρίς τη σύμπραξη με εκπροσώπους άλλων παρατάξεων, τα νέα μέλη της Αρχής. Ποιος είναι, όμως, αυτός που οφείλει να φέρει εις πέρας αυτή τη συνεννόηση;


Σύμφωνα με το άρθρο 14 (δ) του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος της Βουλής είναι αυτός που εισηγείται στην Διάσκεψη των Προέδρων τα πρόσωπα που προτείνονται ως μέλη της ΑΠΔΠΧ. Επομένως, πριν εισηγηθεί ο Πρόεδρος πρέπει να έχει διερευνήσει, ατύπως, ποια είναι τα πρόσωπα που θα συγκεντρώσουν την αποδοχή όχι μόνο της κυβερνητικής παράταξης, αλλά θα έχουν διείσδυση και σε ικανό αριθμό εκπροσώπων, ώστε να επιτευχθεί η ομοφωνία ή η πλειοψηφία των 4/5. Αυτό καταθέτει και η πρώην Πρόεδρος της Βουλής, κα Α. Μπενάκη, σε σχετική ομιλία της για τις Ανεξάρτητες Αρχές: «Η ρύθμιση αυτή υποχρεώνει τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής να επιδιώκει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων, πράγμα αρκετά δυσχερές και χρονοβόρο. Πάντως μέχρι στιγμής οι επιλογές όλες έχουν γίνει με ομοφωνία, διότι στην πραγματικότητα η προεργασία έγινε σε κάθε περίπτωση από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής σε διαβούλευση με τα κόμματα. Το προϊόν της διαβούλευσης επικυρώθηκε απλά από τη Διάσκεψη.»

Εδώ αρχίζουν, ίσως, οι πρώτες παρατηρήσεις που σχετίζονται με τις ανησυχίες για κυβερνητική επιρροή. Η ουσιαστική επιλογή γίνεται, λοιπόν, παρασκηνιακά, με την πρωτοβουλία του εκάστοτε Προέδρου, ο οποίος ανήκει βεβαίως στην παράταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Είναι αυτό διασφάλιση μιας πραγματικής ομοφωνίας ή κατατείνει σε συνδιαλλαγή;

Η κυρία Λ. Μήτρου, πρώην αναπληρωματικό μέλος της Αρχής έχει διατυπώσει πιο κομψά αυτή την ανησυχία: «Το σύστημα επιλογής ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια αποδυνάμωση, αν η επιλογή των μελών είναι (ή, στα μάτια των πολιτών, φαίνεται να είναι) ένα προϊόν όχι συναίνεσης, αλλά κομματικών συμβιβασμών και συνδιαλλαγής, αν δηλ. αντί για ανεξαρτησία έχουμε το άθροισμα ή την εξισορρόπηση πολλαπλών εξαρτήσεων, που δεν σημαίνει αυτονόητα και ανεξαρτησία.» (Λ.Μήτρου, Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ΕφΔημΔικ, 2004-Ειδικό τεύχος, αφιέρωμα στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, σελ. 8).

Η κ. Μπενάκη φαίνεται να απαντάει στα παραπάνω, με τις ακόλουθες φράσεις: «Τα κριτήρια της επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις Α.Α. περιγράφονται στους οικείους νόμους και αυτά επιδιώκεται εκάστοτε να τηρούνται. Είναι κριτήρια ποιότητας, ικανότητας, εξειδίκευσης και προπαντός ακεραιότητας. Ωστόσο, επειδή η επιλογή γίνεται από πολιτικό σώμα, απαιτείται και η επίτευξη πολιτικών ισορροπιών, ώστε να εξουδετερώνεται κατά το δυνατόν η υποψία οποιασδήποτε κομματικής επιρροής.
Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι το σύστημα που υιοθέτησε ο ελληνικός συνταγματικός νομοθέτης μοιάζει να είναι παγκοσμίως πρωτότυπο, υπαγορευμένο από τις ελληνικές πολιτικές συνθήκες. Από έρευνα που διεξήγαγε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής έπειτα από ερώτημά μου, προκύπτει ότι κατά κανόνα η σύνθεση των Α.Α. των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία) καθορίζεται είτε από την εκτελεστική εξουσία (Π.τ.Δ., Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Υπουργικό Συμβούλιο ή αρμόδιος Υπουργός) ή, όπου παρεμβάλλεται η Βουλή, τα αρμόδια όργανά της (Ολομέλεια ή Κοινοβουλευτικές Επιτροπές) αποφασίζουν κατά πλειοψηφία. Το εφεύρημα των 4/5, χωρίς μάλιστα να υπάρχει λύση εάν αυτό δεν επιτυγχάνεται, είναι πρωτοτυπία που μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματικό αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το κύριο βάρος εναποτίθεται στους ώμους του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής, ο οποίος οφείλει κατά τρόπο νομοτελειακό να επιτύχει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων και να προκαλέσει εν συνεχεία την ομόφωνη επικύρωση της Διάσκεψης των Προέδρων. Σε τελική ανάλυση η λειτουργικότητα του συστήματος επαφίεται στην διαμεσολαβητική ικανότητα του Π.τ.Β. και στην υπευθυνότητα των κομμάτων, χωρίς να προβλέπεται μηχανισμός διεξόδου από ενδεχόμενη κρίση

Τελικά είναι περίπου σαν την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: συναίνεση ή εκλογές, μόνο που όσον αφορά την επιλογή των προσώπων στις ανεξάρτητες αρχές, το δίλημμα είναι: συναίνεση ή αδιέξοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θητείες μελών του ΕΣΡ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΑΔΑΕ, του ΑΣΕΠ, αλλά και του παραιτηθέντος Προέδρου της ΑΠΔΠΧ έχουν εδώ και πολύ καιρό λήξει. Η εμμονή του ΠΑΣΟΚ για ανανέωση της θητείας όσων μελών ήταν επαρκή και η αντίρρηση της ΝΔ για διορισμό νέων μελών έχει οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο που δημιουργεί ζητήματα νομιμότητας της σύνθεσης των ανεξάρτητων αρχών. Πριν μερικές ημέρες, ο π. Πρόεδρος Κακλαμάνης, μέλος της Διάσκεψης, δήλωσε ότι το αδιέξοδο είναι ένα πρόβλημα «μεθοδολογίας» της συνεννόησης των κομμάτων.

Μήπως, όμως, στο δίλημμα μπορεί να δοθεί μια άλλου είδους, αλλά λύση που να αποδεσμεύει τελικά τον Πρόεδρο της Βουλής από αυτό το δυσβάστακτο φορτίο και να επαναπροσδιορίσει την συνταγματική επιταγή για ουσιαστική και όχι «επικυρωτική» επιλογή των μελών από τη Διάσκεψη της Βουλής;

Ίσως θα πρέπει εδώ να εμπνευστούμε από την ευρωπαϊκή εμπειρία, η οποία δίνει μια κατεύθυνση προς την μεγαλύτερη διαφάνεια και την ανάπτυξη ενός πραγματικού δημόσιου διαλόγου. H εκλογή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Συνηγόρου του Πολίτη), ανεξάρτητης αρχής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από δημοσίευση πρόσκλησης υποψηφίων για τη θέση. Οι υποψήφιοι εμφανίζονται ενώπιον του Κοινοβουλίου και παρουσιάζουν τις θέσεις τους, εξεταζόμενοι σχετικώς από το σώμα που καλείται να εκλέξει τον Διαμεσολαβητή. Η διαδικασία γίνεται λοιπόν με δημοσιότητα, με αντιπαράθεση θέσεων, απόψεων και με παρουσίαση των προσωπικοτήτων που καλείται να εκλέξει το Κοινοβούλιο. Έτσι, το βάρος μετατίθεται στο ίδιο το εκλεκτορικό σώμα, αλλά και τις σχετικές επικοινωνιακές ικανότητες των υποψηφίων, οι οποίοι καλούνται να πείσουν ευθέως τους βουλευτές -και όχι τον Πρόεδρο της Ευρωβουλής- για την καταλληλότητά τους.

Τίποτε δεν θα εμπόδιζε λοιπόν, μια «μεθοδολογία», κατά την οποία οι υποψηφίοι, θα καλούνταν ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων, θέτοντας τους εαυτούς τους στην άμεση κρίση του οργάνου, το οποίο κατά το Σύνταγμα είναι αρμόδιο να επιλέξει τα μέλη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Μια διαδικασία με διαφάνεια, σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, αλλά και λειτουργούσα ως επιπρόσθετη εγγύηση ότι η Κυβέρνηση δεν θα επιλέξει μόνη, επιβάλλοντας στην αντιπολίτευση, τα πρόσωπα που θεωρεί κατάλληλα για τη στελέχωση της Αρχής.


Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Τέσσερις Προτάσεις για την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Γράφτηκε ήδη ότι, μετά τις παραιτήσεις επτά (7) μελών της Αρχής, «έκλεισε» ουσιαστικά ο ανεξάρτητος αυτός θεσμός, με την έννοια ότι δεν θα επιτελέσει πλέον το ρόλο του ως ένα αποτελεσματικό θεσμικό αντίβαρο. Σχεδιασμένη για να διασφαλίζει πτυχές του Κράτους Δικαίου στην σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας, η ίδια η Αρχή σαφώς δεν «έκλεισε». Όχι μόνο επειδή είναι κατοχυρωμένη από το συνταγματικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και γιατί αυτό που πέρασε είναι μόνον οι «παιδικές ασθένειες» του πρώτου κύκλου της, μόλις δεκαετούς, παρουσίας της στο ελληνικό θεσμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Παρακολουθώντας κάποιος την εξέλιξη και την εγκαθίδρυση του αντίστοιχου θεσμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες – σε ορισμένες χώρες, οι αντίστοιχες Αρχές έχουν κλείσει ήδη τριάντα χρόνια «ζωής»- αντιλαμβάνεται ότι η ελληνική εμπειρία ακολουθεί τους «κύκλους» από τους οποίους έχουν διέλθει και τα αλλοδαπά πρότυπα. Είναι καιρός να ανοίξει ο νέος κύκλος της παρουσίας της Αρχής στο σύγχρονο θεσμικό τοπίο, στο οποίο καλείται να συνυπάρξει και με τα άλλα «αντίβαρα», όπως η Δικαιοσύνη, η Κοινωνία των Πολιτών, τα ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης και οι διεθνείς Οργανισμοί.

Κωδικοποιώ τις προοπτικές για τον νέο αυτό κύκλο σε τέσσερις προτάσεις για την νέα Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η υλοποίησή τους δεν απαιτεί ούτε νομοθετικές τροποποιήσεις, ούτε περισσότερους υλικοτεχνικούς ή οικονομικούς πόρους.


1. Παροχή πρακτικών και ισορροπημένων λύσεων

Η «κυρωτική» πολιτική των προστίμων και οι αυστηρές, αλλά μη εφαρμόσιμες, αποφάσεις είναι ξεπερασμένες και καταδικασμένες πρακτικές. Δεν αρκεί να απαγορεύεις, πρέπει πρώτα να υποδεικνύεις και τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν σε κάθε πρόβλημα που παρουσιάζει πτυχές προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η «κατασταλτική» προσέγγιση δεν μπορεί να προηγείται, αλλά πρέπει να έπεται μιας εκπαιδευτικής και προληπτικής πολιτικής. Η υπόδειξη ήπιων λύσεων εξυπηρετείται με την έκδοση

  • Πρακτικών Οδηγιών για την εφαρμογή του νόμου,
  • Check-list που εκλαϊκεύουν την σύνθετη νομοθεσία και εξηγούν ποιες είναι οι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται,
  • Εγγράφων Πολιτικής (Policy Papers) που αναλύουν ποιες είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» (best practices) για την καλύτερη επεξεργασία και την προστασία προσωπικών δεδομένων,
  • Εγχειριδίων για την εξειδίκευση των γενικών κανόνων σε συγκεκριμένους τομείς (τηλεπικοινωνίες, μέσα ενημέρωσης, πρόσβαση σε έγγραφα του δημόσιου τομέα, άμεση διαφήμιση κ.τ.λ.).

Η πιο πρόσφατη Οδηγία που εξέδωσε η Αρχή ήταν η 1/2005 για την ορθή καταστροφή των δεδομένων… Αντίθετα, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, η κοινοτική ανεξάρτητη αρχή, στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του (2004-2005), με δέκα άτομα προσωπικό και πολύ μικρό προϋπολογισμό, είχε προλάβει να δημοσιεύσει 3 πολύ πρακτικές και κατατοπιστικές εκδόσεις που έλυσαν ζητήματα που απασχολούσαν χρόνια τα κοινοτικά όργανα.

2. Διαβούλευση, διάλογος, συνεννόηση


Η στελέχωση από δικαστικούς, έμπειρους καθηγητές και νομικούς, από μόνη της, δεν διασφαλίζει την συνεκτική παρουσία μιας ανεξάρτητης αρχής στην σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας. Ακόμη και αυτοί οι διακεκριμένοι συμπολίτες μας, δεν είναι δυνατόν να τα ξέρουν όλα και να τα προβλέπουν όλα. Οφείλουν, λοιπόν, να αφουγκράζονται τα συλλογικά αιτήματα, καλώντας τις μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα ατομικά δικαιώματα, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, τις ομάδες συμφερόντων και άλλες συλλογικότητες να εκθέσουν τα ζητήματα, αλλά και τη δική τους οπτική και εμπειρία. Η Αρχή πρέπει να διαλέγεται, πριν αποφασίσει, με όσο το δυνατόν περισσότερους εκπροσώπους εκείνων στους οποίους θα έχουν επιπτώσεις οι αποφάσεις της. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται «εν κενώ», χωρίς διάλογο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη επιστημονικές μελέτες επιπτώσεων, είναι καταδικασμένες, στην καλύτερη περίπτωση, σε μη εφαρμογή. Η συνεννόηση πρέπει να γίνεται και σε σχέση με τους θεσμικούς συνομιλητές της Αρχής, όπως η Βουλή αλλά και η Κυβέρνηση. Πολύ πιο εύκολα «δεσμεύεται» η εκτελεστική εξουσία όταν την έχεις καταστήσει συνομιλητή σου πριν εκδόσεις την «εκτελεστή απόφαση», παρά όταν την έχεις αγνοήσει μόνο και μόνο για να υπερασπιστείς, ως αυτοσκοπό πια, μια –σπάνια αμφισβητούμενη, λόγω του ηθικού σου κύρους- ανεξαρτησία. Οι σύγχρονες ανεξάρτητες αρχές δεν είναι Επιτροπές Σοφών, αλλά fora συνδιάσκεψης και συγκέντρωσης αντιπροσωπευτικών απόψεων, ακριβώς για να επιτύχουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την θεσμική τους αποστολή.

3. Επικοινωνιακή πολιτική

Οι πολίτες και οι εξουσίες πρέπει να ξέρουν ποια είναι οι Αρχή και ποιες είναι οι προσεγγίσεις τις στα θέματα που καλείται να διευθετήσει. Μια απαρχαιωμένη ιστοσελίδα, δύο δελτία τύπου το χρόνο και μια ογκώδης ετήσια έκθεση γεμάτη γραφήματα δεν είναι ποτέ αρκετά.

Το press room της Αρχής πρέπει να λειτουργεί σε τακτική βάση, οργανώνοντας συνεντεύξεις τύπου, όποτε υπάρχει κάποιο σοβαρό γενικότερο θέμα, όχι μια φορά το χρόνο.

Ένα newsletter, όπως αυτό του Συνηγόρου του Πολίτη, που συνοψίζει την μηνιαία δράση της, αποτελεί «βέλτιστη πρακτική» που ακολουθούν όλες οι Αρχές των άλλων κρατών.

  • Η διοργάνωση τακτικών σεμιναρίων και workshops,
  • η εκδηλώσεις στην περιφέρεια,
  • η τηλεοπτική παρουσία των μελών σε συζητήσεις για τα τρέχοντα ζητήματα,
  • η κυκλοφορία έντυπου περιοδικού,

η ισόρροπη χρήση της δημοσιότητας και η εξήγηση με απλά λόγια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι παράγοντες που ενισχύουν το έρμα των αποφάσεων της Αρχής και τις καθιστούν, κατ’ αποτέλεσμα, πολύ πιο ισχυρές και «δεσμευτικές» από οποιαδήποτε νομική διάταξη και ιεραρχική θέση. Όταν ξέρεις εκ των προτέρων ότι η κοινωνία έχει πειστεί για τις απόψεις της Αρχής, πολύ δύσκολα θα παραβιάσεις τις αποφάσεις της και, σίγουρα, όχι χωρίς «πολιτικό κόστος.» Ακόμα και οι δημόσιες και ανοικτές σε κάθε πολίτη συνεδριάσεις της Αρχής, σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, θα ενίσχυαν τη διαφάνεια της λειτουργίας της και θα κέντριζαν την προσοχή του ευρύτερου κοινού.


4. Συνδιαμόρφωση των εξελίξεων

Ανά τρίμηνο περίπου, οι Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της ΕΕ συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες, παρεμβαίνουσες σε γενικότερα ζητήματα που έχουν επίπτωση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το πάνελ, γνωστό και ως «Ομάδα του άρθρου 29», συμμετέχει και η ελληνική Αρχή, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να προτείνει τοποθετήσεις, συστάσεις, απόψεις και προσεγγίσεις για θέματα που αφορούν τελικά και άμεσα τον Ευρωπαίο πολίτη. Κάθε χρόνο επίσης, γίνεται η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη των Αρχών, στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονται, με πρωτοβουλία των εθνικών Αρχών, διακηρύξεις με σημαντικό πολιτικό και ουσιαστικό βάρος για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Η ελληνική Αρχή έχει μάλλον αδιάφορη παρουσία, δεν αναπτύσσει πρωτοβουλίες, δεν εισάγει σχέδια κειμένων για υιοθέτηση. Δεν αποτελεί έναν «παίκτη» συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων, παρόλο που έχει την θεσμική δυνατότητα, αλλά και την επιστημονική υποδομή. Αυτά τα θέματα δεν χρειάζονται «μπάτζετ» και «λόμπι», αλλά ετοιμότητα, παρακολούθηση των εξελίξεων και, φυσικά, βούληση και φαντασία. Στο νέο της κύκλο, η Αρχή οφείλει να αξιοποιήσει αυτές τις σημαντικές δυνατότητες, ανοίγοντας προοπτικές και υποδεικνύοντας κατευθύνσεις – όχι μόνο «εφαρμόζοντας» εκ των υστέρων τις αποφάσεις που έλαβαν οι άλλοι.

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

Η ανεξαρτησία δεν αρκεί!

Η παραίτηση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και τεσσάρων μελών της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που υποβλήθηκε χτες, αποτέλεσε, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, μια συμβολική κίνηση διαμαρτυρίας για την απαξίωση του θεσμού της Αρχής από πράξεις εισαγγελικών λειτουργών και τη φερόμενη χρησιμοποίηση του συστήματος καμερών κατά την πορεία της 17ης Νοέμβρη.

Το στοιχείο που υπερτονίζεται σε αυτήν την παραίτηση είναι η έλλειψη σεβασμού στην συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή, ένα επιχείρημα που επίσης διαδηλώθηκε με τη σκληρή απάντηση της Αρχής στην εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί επιτρεπόμενης χρήσης φορητών καμερών από αστυνομικά όργανα. Η Αρχή αυτοπροτείνεται ως το μόνο συνταγματικό όργανο με την αρμοδιότητα για τη διασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος), την στιγμή όμως που το ίδιο το άρθρο 25 του Συντάγματος αναφέρει ότι "όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση" των ατομικών δικαιωμάτων. Και τη στιγμή που ουδέποτε ασχολήθηκε με το ζήτημα των φορητών καμερών, ούτε όταν πληροφορήθηκε για το σχετικό αίτημα, πράγμα για το οποίο όφειλε να είχε αποφανθεί αμέσως και αυτεπαγγέλτως.

Σε πέντε λέξεις του Συντάγματος («αποτελεσματική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων») συμπυκνώνεται η καρδιά της παθογένειας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων: δεν κατόρθωσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιβεβαιώσει, όχι πια την ανεξαρτησία της, αλλά την αποτελεσματικότητά της.

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων είχε την ευκαιρία να αποδείξει πάμπολλες φορές ότι ούτε εκτελεί εντολές πλειοψηφιών που την διόρισαν, αλλά ούτε κλείνει τα μάτια σε παράνομες πρακτικές της Διοίκησης ή ιδιωτικών μεγα-εξουσιών, όπως οι Τράπεζες, οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών, τα μ.μ.ε. και η βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλισης και της υγείας.

Ο ίδιος ο πρώην Πρόεδρος της Αρχής, ο κ. Δημήτριος Γουργουράκης απέρχεται διατηρώντας αλώβητη τη φήμη ενός πραγματικά αδέκαστου ανθρώπου και ενός αμερόληπτου ανώτατου δικαστικού λειτουργού. Επί των ημερών του, μάλιστα, η Αρχή στελεχώθηκε με ακόμη περισσότερο υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, ενώ επιλύθηκαν ορισμένα βασικά ζητήματα υποδομών, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δόθηκαν λύσεις σε όλα τα προβλήματα ή ότι όλες ήσαν επιτυχείς.

Αυτό άραγε σημαίνει ότι μόνο τα 6 μέλη της Αρχής που παραιτήθηκαν ήταν οι φορείς της ανεξαρτησίας της, ενώ για τα υπόλοιπα 8 που παρέμειναν θα πρέπει να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις, μόνο και μόνο επειδή δεν ακολούθησαν στην έξοδο; Σε καμία περίπτωση.

Η ανεξαρτησία της Αρχής κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, το κοινοτικό, το ευρωπαϊκό διεθνές και το εσωτερικό δίκαιο όχι ως αυτοσκοπός, αλλά προκειμένου η κρατική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της προστασίας δεδομένων να λειτουργεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ανεπηρέαστη από συγκυριακούς πολιτικούς συσχετισμούς και αδέσμευτη από πάσης φύσεως μονομερή συμφέροντα. Η ανεξαρτησία της Αρχής αποτελεί, λοιπόν μία μόνο συνιστώσα προκειμένου να πραγματώνει τον λόγο ύπαρξής της. Άλλες συνιστώσες είναι ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός, η επάνδρωση με επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, η παρακολούθηση και συνδιαμόρφωση των διεθνών εξελίξεων μέσω της συμμετοχής σε υπερ-εθνικές πλατφόρμες αλλοδαπών Αρχών Προστασίας Δεδομένων και, βεβαίως μια παιδευτική, δυναμική και πειστική επικοινωνιακή πολιτική για τη μετάδοση και την εμπέδωση των αξιών που καλείται να διασφαλίσει στην κοινωνία.

Η πραγματική επιτυχία και η αποτελεσματικότητα της Αρχής δεν εξαρτάται, δηλαδή, τελικά, από το πόσο αυστηρά θα είναι τα πρόστιμα ή από το αν οι αποφάσεις τις είναι τυπικά «νομικά δεσμευτικές» ή όχι. Είδαμε μία απολύτως νομικά δεσμευτική απόφαση της Αρχής για τις κάμερες να φέρεται ότι παραβιάζεται ασύστολα. Γιατί; Μα, γιατί η Αρχή επαναπαύθηκε στο ότι ο νόμος προβλέπει την «εκτελεστότητά» της. Δεν αρκεί όμως αυτό: χρειάζεται και να πείσεις ότι η απόφαση είναι ορθή και ότι όποιος την παραβιάζει κουρελιάζει τα ατομικά δικαιώματα, καταπατά το Σύνταγμα, περιφρονεί, όχι την Αρχή ή την νομιμότητα, αλλά τους ίδιους τους πολίτες, τόσο ως άτομα, αλλά και ως κοινωνικό σύνολο. Και ότι εκθέτει διεθνώς την Ελλάδα, αφού δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αυτό το μήνυμα, η Αρχή απέτυχε να το μεταδώσει, γι’ αυτό και οι φερόμενοι ως παραβάτες δεν υπέστησαν κανενός είδους θεσμική αποδοκιμασία.

Μια άλλη Αρχή, ο Συνήγορος του Πολίτη, δεν εκδίδει «εκτελεστές» αποφάσεις, αλλά από τα στατιστικά φαίνεται ότι η Διοίκηση συμμορφώνεται σε ένα ποσοστό 80% με τα Πορίσματα και τις συστάσεις του. Γιατί; Μα, γιατί χρησιμοποιεί μια ρητορική και μια επιστημονική και νομική θεμελίωση που πείθει, παρ’ όλο που οι οδηγίες του δεν είναι τυπικά «δεσμευτικές». Και εδώ η ανεξαρτησία του Συνηγόρου δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο που εξυπηρετεί έναν επικοινωνιακό και έναν ουσιαστικό σκοπό: η πειστικότητα του Συνηγόρου οφείλεται στο ότι δεν εξυπηρετεί συμφέροντα, αφού δεν υπακούει στις εντολές κάποιων «ανώτερων», αλλά, ως ανώτατο όργανο, αποφαίνεται με μόνο άξονα την νομιμότητα και τις αρχές της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς.

Ποιος είναι λοιπόν ο σκοπός της ανεξαρτησίας; Κανείς άλλος, εκτός από την αποτελεσματικότητα, την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο υπάρχει αυτή η δημόσια υπηρεσία. Όλοι θυμόμαστε ότι ο κ. Δαφέρμος, πρώτος Πρόεδρος της Αρχής, χρησιμοποιούσε άφοβα όλα τα μέσα ενημέρωσης που του έδιναν βήμα, προκειμένου να επι-κοινωνήσει το μήνυμα και τις αξίες που είχε κληθεί να διαφυλάξει. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι η κυβερνητική πλειοψηφία που διόρισε τον κ. Δαφέρμο ήταν σαφέστατα με το μέρος του εξ αρχής, η παρουσία αυτού του άκρως επικοινωνιακού Προέδρου, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Αρχής, είχε αποτελέσματα, με την έννοια ότι ο κόσμος έμαθε, αν και μέσα από μία δημόσια αντιπαράθεση που στην πραγματικότητα δεν έγινε (υπόθεση ταυτοτήτων), ότι υπάρχει ένα δικαίωμα που λέγεται "προστασία προσωπικών δεδομένων".

Αυτό που λείπει σήμερα από την Αρχή, αν και το έχουν κατακτήσει άλλες Αρχές, είναι να λειτουργήσει περισσότερο ως ένας Ρυθμιστής και ένα forum Διαβούλευσης και λιγότερο ως μια Επιτροπή Σοφών. Να δίνει λύσεις, όχι να εκτοξεύει θεωρητικές απαγορεύσεις που δεν μπορούν να έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. Όταν στριμώχνεις τον άλλο απορρίπτοντας τα πάντα, είναι αυτονόητο ότι θα αναζητήσει αλλού τον σύμμαχο που θα του υποδείξει την ισόρροπη λύση.

Η Αρχή πρέπει να αφουγκραστεί καλύτερα τα κοινωνικά αιτήματα, ανάμεσα στα οποία είναι μερικές φορές και η δημόσια ασφάλεια, χωρίς να διαβάζει μονοδιάστατα και εξ καθέδρας το νόμο. Ο ρόλος της Αρχής είναι διαμεσολαβητικός, ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και τις ιδιωτικές και δημόσιες εξουσίες και ως εκ τούτου, οι «άρχοντες» των προσωπικών δεδομένων έχουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν ακόμη και στρατηγικές στον διάλογό τους με τους κρατούντες. Να καλέσουν σε σύμπραξη τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για τις ατομικές ελευθερίες. Να παρέμβουν σε δίκες που έχουν επιπτώσεις στην προστασία προσωπικών δεδομένων. Να εξηγήσουν με πιο πειστικό τρόπο στους κρατούντες αυτό που οφείλουν κάθε φορά να λαμβάνουν υπόψη.

Ένας πολύ σημαντικός «ηγέτης» της προστασίας προσωπικών δεδομένων, ο κ. Peter Hustinx, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, γνωρίζει πολύ καλά την επικοινωνιακή στρατηγική και την πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει για να πείσει τα ευρωπαϊκά όργανα να σέβονται τουλάχιστον τη μέση οδό, προτείνοντάς τους ο ίδιος τις πρακτικές λύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα σχετικά έγγραφά του τονίζει ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος πάει χέρι – χέρι με την προστασία προσωπικών δεδομένων, δεν έρχονται σε σύγκρουση. Ως παράδειγμα, αναφέρει συχνά έναν νομικό κανόνα που λέει ότι δεν μπορείς να επεξεργάζεσαι προσωπικά δεδομένα, αν αυτά δεν είναι ακριβή. Πόσο πιο αποτελεσματική, πράγματι, αλλά και δίκαιη θα ήταν η δουλειά της αστυνομίας, αν χρησιμοποιούσε μόνο ακριβείς πληροφορίες και αγνοούσε όλες τις άλλες. Και πόσο ανακριβείς – και καταστροφικές για τα άτομα- μπορεί να αποδειχθούν οι πληροφορίες, όταν συλλέγονται σε ένα ακατάλληλο «φόντο» όπως μια θεσμοθετημένη διαδήλωση για τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η συμμετοχή στην οποία, από μόνη της ως πληροφορία, δεν έχει απολύτως καμία χρησιμότητα για την καταπολέμηση του εγκλήματος.

Η προστασία προσωπικών δεδομένων, λοιπόν, δεν είναι η αποθέωση του ατομικισμού, όπως ακούγεται από διάφορες πλευρές. Είναι μια συνταγματική ελευθερία που προσλαμβάνει την διάσταση ενός κοινωνικού δικαιώματος, το οποίο αφορά το σύνολο μιας κοινωνίας που θέλει να ισχυρίζεται ότι παραμένει δημοκρατική.

Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν ακόμη πολλά να κατακτηθούν στον τομέα των ατομικών ελευθεριών, όχι πια στην θεωρία και τις διακηρύξεις, αλλά στην πράξη και την εξεύρεση ισορροπιών. Μακάρι η παραίτηση αυτή να έχει ως αποτέλεσμα τον διορισμό ικανότερων προσώπων στις θέσεις των μελών της Αρχής, η οποία εκτός από ανεξάρτητη οφείλει να καταστεί και κοινωνικοπολιτικά αποτελεσματική.

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

Σεμινάρια για τα προσωπικά δεδομένα σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων θα πραγματοποιήσει σεμινάρια για τα θέματά της στην Θεσσαλονίκη και την Πάτρα στις 7 και 14 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα.

Ένα πρόβλημα των ανεξάρτητων αρχών είναι ο "αθηνοκεντρικός" τους σχεδιασμός, με αποτέλεσμα οι πολίτες άλλων περιοχών της χώρας να μην είναι αρκετά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους ή να μην μπορούν να τα ασκήσουν με την ίδια ευκολία ενώπιον των αρχών αυτών. Ο Συνήγορος του Πολίτη από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του έχει οργανώσει πολλές εξορμήσεις σε πόλεις της περιφέρειας, όχι μόνο ενημερώνοντας, αλλά δεχόμενος και αναφορές πολιτών.

Αρκούν, όμως, μόνον οι εκδρομές ή θα έπρεπε να λειτουργούν και περιφερειακά γραφεία των αρχών; Μια ενδιάμεση λύση αποκέντρωσης θα ήταν η περιοδική θητεία του προσωπικού των αρχών στα κατά τόπους ΚΕΠ. Οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού καταναλωτικών διαφορών που λειτουργούν στις νομαρχίες είναι μια μορφή αποκέντρωσης της εποπτείας της καταναλωτικής νομοθεσίας (κεντρικό ρόλο στην οποία διαδραματίζει ο Συνήγορος του Καταναλωτή).

Σημαντικό θα είναι επίσης οι ιστοσελίδες των αρχών να γίνουν ακόμη πιο φιλικές στο χρήστη και να μπορούν να υποβληθούν αναφορές με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Η συνάντηση των Ευρωπαίων Δικαστών



Μια αποστολή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπό την ηγεσία του Προέδρου του κ. Β.Σκουρή, θα πραγματοποιήσει συνάντηση εργασίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του τελευταίου, οι του ΔΕΚ θα συναντηθούν με δικαστές του ΕΔΔΑ και θα συζητήσουν σε διάλογο "στρογγυλής τραπέζης" ζητήματα για την σημερινή σχέση ανάμεσα στους δύο κορυφαίους δικαστικούς θεσμούς της Ευρώπης και την πρόσφατη νομολογία.

Όλα αυτά συμβαίνουν υπό το φως της προσχώρησης της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μια προοπτική που χαιρετίστηκε από τον πρόεδρο του ΕΔΔΑ κ. J.-P. Costa και αναμένεται να επιφέρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εφαρμογές στην δικαστηριακή εφαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα υπό το καθεστώς της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, με την οποία αναγνωρίζεται η δεσμευτικότητα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος θα συνυπάρξει με την ΕΣΔΑ, αναγνωρίζοντας εμμέσως την πρωτοκαθεδρία της πρώτης, ως πηγής έμπνευσης.

Το πιο ενδιαφέρον απ' όλα είναι όχι τόσο πόσο το ΔΕΚ θα υλοποιήσει την επερχόμενη προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ (βλ. και άρθρο 6 ΣυνθΕΕ , C-314/04) αλλά, αφενός αν ένας πολίτης θα μπορεί πλέον να στραφεί κατά της ΕΕ ενώπιον του ΕΔΔΑ και αν το τελευταίο θα εμπνευστεί από τον ΧΘΔΕΕ στη διάπλαση νέων δικαιωμάτων όπως η πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα και η προστασία προσωπικών δεδομένων.

Η πρώτη προοπτική σημαίνει ότι τελική αποφαση ΔΕΚ θα μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ, τοποθετώντας το τελευταίο σε ιεραρχικά ανώτατο στάδιο ως προς την επίλυση διαφορών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007

Το ΔΕΚ απορρίπτει παρέμβαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

Με αιτιολογία που αποκλίνει αισθητά από την προηγούμενη και εντελώς πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του απέρριψε με Διαταγή του (C-73/07) ως απαράδεκτη την αίτηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για παρέμβαση σε μια (φινλανδική) υπόθεση που είχε πτυχές όσον αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Οι διαφορές που υποτίθεται ότι ήταν κρίσιμες για την απόκλιση αυτή ήταν ότι επρόκειτο για διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος και όχι διαδικασία επί προσφυγής. Τα επιχειρήματα του Δικαστηρίου οφείλονται σε μια εξαιρετικά στενή ερμηνεία των διατάξεων περί παρέμβασης, χωρίς την αναγνώριση της λειτουργικής ευελιξίας που απαιτείται ενόψει της φύσης του Επόπτη ως ανεξάρτητης αρχής για την προστασία προσωπικών δεδομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι ανεξάρτητες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, έχουν από την ίδια τη φύση τους την αποστολή να επικουρούν όλα τα δημόσια όργανα, όταν αυτά ασχολούνται με υποθέσεις που άπτονται της προστασίας δεδομένων. Κι αυτό γιατί οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι μόνον ειδικά εξοικειωμένες με το οικείο νομικό πλαίσιο, αλλά επιπρόσθετα συσσωρεύουν μία εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τον πρακτικό χειρισμό υποθέσεων αποκλειστικά αυτής της φύσης. Συνεπώς, οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι φορείς και διαμορφωτές των βέλτιστων πρακτικών που, πέρα από την απλώς ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας, εγγυώνται και τις καλύτερες λύσεις σε οικονομικό, τεχνικό, κοινωνικό και ηθικό επίπεδο για τα σύνθετα ζητήματα που ανακύπτουν όσον αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Εξάλλου, η δυνατότητα ανεξάρτητων αρχών να παρεμβαίνουν σε δικαστήρια είναι γενικά αναγνωρισμένη αρχή του σύγχρονου δικονομικού δικαίου. Αξίζει να αναφερθεί η σχετική αρμοδιότητα του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος, σύμφωνα με το 14ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, θα αποκτήσει τη δυνατότητα παρέμβασης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Έτσι η απόρριψη της συγκεκριμένης αίτησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος προσφέρθηκε να καταθέσει τις απόψεις του και την εμπειρία του σε μια προδικαστική απόφαση, η οποία, όπως συνέβη και στις προηγούμενες αποφάσεις, αναμένεται να έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται το δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων από τα δικαστήρια και τις Αρχές σε όλη την Ευρώπη, είναι ξεκάθαρα εσφαλμένη.

Πέρα από την ουσία του σφάλματος αυτού, η συγκεκριμένη Διάταξη ερμηνεύει υπέρμετρα στενά την σχετική αρμοδιότητα του ΕΕΠΔ που ρητά αναφέρεται στον Κανονισμό 45/2001 για παρέμβαση ενώπιον του ΔΕΚ. Σε αυτόν τον Κανονισμό σαφώς και δεν περιέχεται ο αποκλεισμός του ΕΕΠΔ από τις διαδικασίες προδικαστικού ερωτήματος, αφού η αρμοδιότητα παρέμβασης σε υποθέσεις προστασίας δεδομένων είναι γενική και ο Κανονισμός δεν περιλαμβάνει τους περιορισμούς που «ανακάλυψε» το ΔΕΚ ξαφνικά.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Το τηλεφωνικό direct marketing δεν καλύπτεται από το μητρώο του άρθρου 13

Είναι γνωστό ότι όποιος δεν θέλει να λαμβάνει διαφημιστικό υλικό, κάνει μια δήλωση εγγραφής στο μητρώο του άρθρου 13 (ν.2472/1997) που τηρεί η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και οι διαφημιζόμενοι το συμβουλεύονται για να μην ενοχλούν όσους δεν το επιθυμούν. Έτσι διαμορφώθηκε ο κανόνας ότι οι διαφημιστές μπορούν ελεύθερα να απευθύνονται σε όλους τους υπόλοιπους - που δεν έχουν γραφτεί στο μητρώο.

Με τον ειδικότερο ν.3471/2006 που αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ορίζεται, όμως, ότι, με την εξαίρεση του e-mail που κάποια εταιρία έχει λάβει από προηγούμενη εμπορική επικοινωνία, δεν επιτρέπεται η χρήση των προσωπικών δεδομένων χωρίς ειδική προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου. Υπήρχε ωστόσο, μία αμφιβολία για τη σχέση αυτών των διατάξεων με το θέμα του μητρώου.

Αυτή η αμφιβολία λύθηκε πρόσφατα από την Αρχη, η οποία με την απόφαση 57/2007 επιλήφθηκε ενός τέτοιου ζητήματος. Σε αυτήν την απόφαση κρίθηκε ότι, σχετικά με την τηλεφωνική προώθηση προϊόντων:

- Δεν αρκεί η διαφημιστική εταιρία να έχει συμβουλευτεί το μητρώο του άρθρου 13, αλλά πρέπει να έχει και την ειδική συγκατάθεση του υποκειμένου.

- Όταν η εταιρία χρησιμοποιεί ανεξαρτητους "εμπορικούς συνεργάτες" που κάνουν τα τηλεφωνήματα, αλλά καθορίζει τους τρόπους και τους σκοπούς της επεξεργασίας, υπεύθυνη παραμένει η διαφημιζόμενη εταιρία , ενώ οι ειδικοί εμπορικοί συνεργάτες είναι "εκτελούντες την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων". Αυτό σημαίνει ότι ο διαφημιζόμενος δεν μπορεί να αποποιηθεί την ευθύνη και να την μετακυλήσει εξ ολοκλήρου στους εμπορικούς συνεργάτες.

- Άρα, παράνομα μας ενοχλούν τηλεφωνικά αν δεν έχουν την προηγούμενη ρητή, ειδική, σαφή συγκατάθεσή μας για τέτοιου είδους άμεση διαφήμιση.

Οι κρίσεις της Αρχής είναι ορθές, σύμφωνα με την συνδυαστική ερμηνεία των δύο νόμων, αλλά και πάλι η Αρχή δεν έδωσε μια πρακτική κατεύθυνση στους ενδιαφερόμενους για το πως θα πρέπει να εξασφαλισθεί αυτή η "ρητή, ειδική, ενημερωμένη συγκατάθεση" των υποκειμένων των δεδομένων. Ένας τρόπος θα ήταν ο τηλεφωνικός, δηλ. μια αρχική επικοινωνία με την οποία να ερωτάται ο πολίτης αν συγκατατίθεται στο να ακούσει το διαφημιστικό μήνυμα, αλλά βέβαια αυτή η πρακτική δημιουργεί ένα πρόβλημα κυκλικότητας.

Ένας άλλος τρόπος, πιο παραδοσιακός, είναι η παροχή συγκατάθεσης από τους ίδιους τους πελάτες της εταιρίας, όταν έρχονται εκείνοι σε κάποια μορφής εμπορική επικοινωνία: μπορουν τότε να συμπληρώνουν μία φόρμα δίνοντας τη συγκατάθεσή τους. Έτσι βέβαια, το target group περιορίζεται στα πρόσωπα που ήδη έχουν έρθει σε επικοινωνία με την εταιρία και όχι στο ευρύτερο κοινό. Αλλά, στο κάτω-κάτω, γιατί όχι; Το ευρύτερο κοινό ας ενημερωθεί με τα δημόσια διαφημιστικά μηνύματα: το direct marketing μπορεί να αναπτυχθεί εξίσου επιτυχώς και με τους υπόλοιπους.

Καλό θα ήταν η Αρχή όταν ασχολείται με ζητήματα στα οποία δεν έχει παρουσιάσει και ιδιαίτερη φαντασία, να συμβουλεύεται και να αντλεί βέλτιστες πρακτικές από τους πιο εξειδικευμένους φορείς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να αναζητήσει σχετικό υλικό από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Άμεσης Διαφήμισης (FEDMA), η οποία άλλωστε έχει συνδράμει στο παρελθόν και το έργο της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 (πάνελ των ευρωπαϊκών Αρχών Προστασίας Δεδομένων).

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...